- τριαινοῦχος
- τρῐαιν-οῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)A wielding the trident, Herm. in Phdr.p.135A., Procl. in Cra.p.86 P., Eust.889.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριαινοῦχος — wielding the trident masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινούχος — ον, ΜΑ αυτός που κρατά και χειρίζεται την τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίαινα + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
τριαινοῦχον — τριαινοῦχος wielding the trident masc/fem acc sg τριαινοῦχος wielding the trident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινούχῳ — τριαινοῦχος wielding the trident masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek